Translate

Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

Il était un petit Navire.Ήταν ένα μικρό καράβι.

Il était un petit navire

Le saviez-vous? - "Il était un petit Navire",

 une histoire  de cannibales.

Ένα αθώο παιδικό τραγουδάκι και η φρίκη που κρύβεται πίσω του!!!



    

Η Σχεδία της Μέδουσας
Jean Louis Théodore Géricault 002.jpg
Ζαν-Λουί-Τεοντόρ Ζερικώ, 1819
ελαιογραφία σε καμβά
491× 716 εκ.
Μουσείο του ΛούβρουΠαρίσι   

  Il était un petit Navire est une comptine bien connue des enfants et de leurs parents. Pourtant, sous ses faux airs joyeux se cache une histoire sordide qui raconte comment, à la suite d’une pénurie de vivres, les membres d’un navire tirent à la courte paille pour désigner qui parmi eux sera dévoré par les autres… Manque de bol, ça tombe sur le plus jeune de la bande, qui se met à prier la Vierge Marie pendant que ses collègues débattent sur la meilleure façon de le déguster. Les prières du jeune matelot sont finalement entendues: des milliers de poissons sautent d’eux-mêmes sur le navire. Ouf! Le jeune mousse est sauvé!
C’est Clairville, un chansonnier et auteur français du XIXè siècle, qui transforme ce chant traditionnel de marins pour le rendre plus humoristique. C’est bien plus tard, dans le courant du XXè siècle, que le refrain est ajouté et que la chanson se transforme en comptine pour enfants.
Bon, après, si vous comptez tout de même apprendre cette chanson sordide à vos chérubins, ça vous regarde… Mais on vous aura prévenus!



Ήταν ένα μικρό καράβι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
ΜΕΝΟΥ
0:00
το τραγούδι στα γαλλικά
Το "Ήταν ένα μικρό καράβι" (στα ΓαλλικάIl était un petit navire) είναι ένα παραδοσιακό γαλλικό ναυτικό τραγούδι που πλέον θεωρείται παιδικό, πάρα τον μακάβριο τόνο του.
Η ελληνική έκδοση του τραγουδιού, διηγείται την ιστορία ενός μικρού καραβιού που παραμένοντας επί αρκετό καιρό στη Μεσόγειο θάλασσα δεν έχει πλέον άλλα τρόφιμα. Τότε οι ναύτες τραβώντας κλήρο αποφασίζουν ότι ο μικρότερος ανάμεσά τους θα φαγωθεί.
Στην γαλλική του έκδοση, το τραγούδι συνεχίζει την εξιστόρηση και εκεί οι υπόλοιποι ναύτες συζητούν για το πώς θα μαγειρέψουν τον νεαρό άντρα και τι σος θα χρησιμοποιήσουν. Τότε εκείνος προσεύχεται στην Παναγία και σώζεται από ένα θαύμα.
Εικάζεται ότι το τραγούδι μπορεί να αναφέρεται στο διάσημο ναυάγιο της γαλλικής φρεγάτας Μέδουσα (1810).

Στίχοι (Γαλλικά) "Il était un petit navire"

Κάθε στίχος επαναλαμβάνεται δύο φορές
Il était un petit navire
Il était un petit navire
Qui n'avait ja-ja-jamais navigué
Qui n'avait ja-ja-jamais navigué.
Ohé, ohé...

REFRAIN
Ohé, ohé Matelot
Matelot navigue sur les flots
Ohé, ohé Matelot
Matelot navigue sur les flots.


Il entreprit un long voyage
Il entreprit un long voyage
Sur la mer Mé-Mé-Méditérannée
Sur la mer Mé-Mé-Méditérannée.
Ohé, ohé...

REFRAIN

Au bout de cinq à six semaines,
Au bout de cinq à six semaines,
Les vivres vinr'-vinr'-vinrent à manquer
Les vivres vinr'-vinr'-vinrent à manquer.
Ohé, ohé...

REFRAIN

On tira à la courte paille
On tira à la courte paille
Pour savoir qui-qui-qui serait mangé
Pour savoir qui-qui-qui serait mangé.
Ohé, ohé...


REFRAIN

Le sort tomba sur le plus jeune
Le sort tomba sur le plus jeune
Ce sera lui-lui qui sera mangé
Ce sera lui-lui qui sera mangé.
Ohé, ohé...

REFRAIN

Heureusement pour notre ami
Heureusement pour notre ami
Un grand miracle fut fut réalisé
Un grand miracle fut fut réalisé.
Ohé, ohé...

REFRAIN

Des p'tits poissons dans le navire
Des p'tits poissons dans le navire
Sautèrent bientôt, tôt, tôt pa-r milliers
Sautèrent bientôt, tôt, tôt pa-r milliers.
Ohé, ohé...

REFRAIN

On les prit, on les mit à frire
On les prit, on les mit à frire
Et le p'tit mouss', mouss', mou-sse fut sauvé
Et le p'tit mouss', mouss', mou-sse fut sauvé.
Ohé, ohé...

REFRAIN

C'était l'histoire d'un petit navire
C'était l'histoire d'un petit navire
Qui n'avait ja-ja-jamais navigué
Qui n'avait ja-ja-jamais navigué.
Ohé, ohé..

REFRAIN

Chorus

REFRAIN


Η Σχεδία της Μέδουσας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Σχεδία της Μέδουσας
Η Σχεδία της Μέδουσας (γαλλ. Le Radeau de la Méduse) είναι ζωγραφικός πίνακας μεγάλων διαστάσεων του Γάλλουρομαντικού ζωγράφου Ζαν-Λουί-Τεοντόρ Ζερικώ, ο οποίος προκάλεσε αμηχανία στους καλλιτεχνικούς κύκλους τόσο για το μοντερνισμό του θέματος όσο και για τους αιχμηρούς πολιτικούς υπαινιγμούς του. Ο Ζερικώ χρησιμοποίησε ελαιοχρώματα σε καμβά και οι διαστάσεις του πίνακα είναι πραγματικά τεράστιες: 491 x 716 εκατοστά. Απεικονίζει γεγονός, του οποίου τόσο η ανθρώπινη όσο και η πολιτική διάσταση ενδιέφεραν ζωηρά τον ζωγράφο: Το ναυάγιο της γαλλικής φρεγάτας "Μέδουσα" (Μéduse) στις ακτές της Αφρικής το 1816.[1] Ο Ζερικώ ερεύνησε το ιστορικό του ναυαγίου σε βάθος: Διάβασε το φυλλάδιο που έγραψαν δύο από τους επιζώντες του ναυαγίου, επισκέφθηκε τα νοσοκομεία στα οποία είχαν διακομιστεί οι επιζώντες και τα νεκροτομεία στα οποία είχαν μεταφερθεί οι σοροί των νεκρών, έριξε μια σχεδία στη θάλασσα για να διαπιστώσει τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφερόταν στα κύματα[2] και σχεδίασε πολυάριθμα σκίτσα πριν καταλήξει στην τελική του σύνθεση.
Ο πίνακας εκτίθεται σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου (πτέρυγα Sully, 2ος όροφος, αίθουσα 61).

Ιστορικό υπόβαθρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1816 η νέα γαλλική κυβέρνηση αποφάσισε να στείλει ένα μικρό στόλο στο λιμένα του Πορ Λουί της Σενεγάλης για να αναλάβει, όπως είχε συμφωνηθεί, την διακυβέρνηση στην ως τότε αγγλική αποικία. Ο στολίσκος αποτελείτο από τέσσερα σκάφη, το μπρίκι Argus, το ανεφοδιαστικό Loire, την κορβέτα Echo και την φρεγάτα Medusa ("Μέδουσα"). Το τελευταίο σκάφος μετέφερε τους επιβάτες, μεταξύ των οποίων ήταν και ο νέος Γάλλος κυβερνήτης Ζυλιέν-Ντεζιρέ Σμαλτζ (Julien-Desiré Schmalz) και τη σύζυγό του Ρεν (Reine). Συνολικά στο σκάφος αυτό επέβαιναν 400 άτομα, συμπεριλαμβανομένων και των 160 μελών του πληρώματος.[3] Κυβερνήτης στη "Μέδουσα" ορίστηκε ο Υγκ Ντυρουά ντε Σωμερύ (Hugues Duroy de Chaumereys), ο οποίος δεν είχε κανένα προσόν για να αναλάβει παρόμοια αποστολή, παρά μόνον την γνωριμία του με τον αδελφό του βασιλέα και είχε να ταξιδέψει στη θάλασσα για περισσότερα από είκοσι χρόνια χωρίς ποτέ να έχει αναλάβει την διακυβέρνηση πλοίου. Οι περισσότεροι συνάδελφοί του δυσαρεστήθηκαν με την ανάληψη αυτής της θέσης από τον ντε Σωμερύ, τον οποίο θεωρούσαν απλά έναν ευνοούμενο του καθεστώτος, με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί κλίμα έντασης σε ολόκληρο τον στολίσκο. Ο κυβερνήτης του Loire υποπλοίαρχος ντε Τους (des Touches) αναφέρει σχετικά: «Ο Ντυρουά ντε Σωμερύ ήταν ένας ευγενής αυλικός, αλλά όχι σοβαρά σκεπτόμενος, ενώ θεωρούσε ότι, λόγω της θέσης του, εγώ θα έπρεπε να είμαι υπάκουος υπηρέτης του. Αρχικά του έδωσα να καταλάβει ότι δεν είχα λάβει εσφαλμένη θέση όταν υπηρέτησα τη χώρα μου την περίοδο που αυτός είχε επιλέξει την εξορία[4]. Στη συνέχεια η στάση του απέναντί μου άλλαξε, κάτι που ήταν χαρακτηριστικό του. Όπως συμβαίνει σε όλους τους μη ικανούς αυλοκόλακες, ήταν εύκολα διαχειρίσιμος.»[5]
Στις 17 Ιουνίου 1816 ο στολίσκος απέπλευσε από το Ροσφόρ του νομού Σαράντ-Μαριτίμ (Rochefort, Charente-Maritime) με προορισμό το Πορ-Λουί της Σενεγάλης. Σε μια προσπάθεια να υπερφαλαγγίσει χρονικά τα άλλα σκάφη του στολίσκου, η "Μέδουσα", λόγω κακής πλοήγησης, βρέθηκε περίπου 100 μίλια εκτός πορείας με συνέπεια στις 2 Ιουλίου 1816 να προσαράξει σε μια σύρτι της δυτικής ακτής της Αφρικής, κοντά στην σημερινή Μαυριτανία. Η προσάραξη αυτή αποδίδεται στην ανικανότητα του ντε Σωμερύ. Όλες οι προσπάθειες αποκόλλησης του σκάφους απέβησαν άκαρπες και αποφασίστηκε η εγκατάλειψή του με τις σωσίβιες λέμβους. Ωστόσο ο αριθμός και το μέγεθός τους ήταν ανεπαρκή για τον αριθμό των επιβαινόντων, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η επιβίβαση όλων των επιβατών και μελών του πληρώματος σε αυτές. Ως συνέπεια, αποφασίστηκε η κατασκευή μιας σχεδίας, η οποία θα προσδενόταν στις λέμβους προκειμένου να ρυμουλκηθεί από αυτές ως την ακτή. Η σχεδία κατασκευάστηκε, επιβιβάστηκαν περίπου 150 άτομα σε αυτήν, αλλά όταν έπεσε στο νερό όλα τα σχοινιά πρόσδεσής της στις λέμβους κόπηκαν μυστηριωδώς,[6] αν και σύμφωνα με άλλες πηγές ο ίδιος ο Σωμερύ αποφάσισε να κοπούν τα σχοινιά, γιατί η ρυμούλκηση της σχεδίας από τις λέμβους ήταν αδύνατη.[3] Τα 150 άτομα που επέβαιναν στη σχεδία διέθεταν ελάχιστα τρόφιμα και νερό, κανένα μέσο πλοήγησης και ήταν τόσο στριμωγμένοι στη σχεδία που σχεδόν δεν είχαν χώρο να μετακινηθούν. Ο πλούς της σχεδίας ήταν πραγματική κόλαση για τους επιβαίνοντες. Μερικοί παρασύρθηκαν από τα κύματα κατά τη διάρκεια καταιγίδων, άλλοι πέθαναν κατά τη διάρκεια μιας βίαιης εξέγερσης, ενώ από την τρίτη ημέρα άρχισαν να παρατηρούνται φαινόμενα κανιβαλισμού. Την έκτη ημέρα οι τραυματίες και οι άρρωστοι ρίχτηκαν στη θάλασσα για να εξοικονομηθούν τα ελάχιστα εφόδια που απέμεναν.[7] Η σχεδία παρασύρθηκε από τα ρεύματα και εξακολούθησε να πλέει για μια ακόμη εβδομάδα, συνολικά δηλ. επί 13 ημέρες, πριν βρεθεί ολοσχερώς κατά τύχη, και περισυλλεγεί από το πλοίο Argus. Το ναυάγιο ξεπέρασε τα όρια μιας καταστροφής λόγω των φαινομένων κτηνωδίας και κανιβαλισμού που έλαβαν χώρα μεταξύ των επιβαινόντων. Από τους 150 περίπου επιβαίνοντες περισυνελέγησαν ζωντανοί μόνον δέκα.[1]
Η γαλλική κυβέρνηση κατηγορήθηκε για τον διορισμό του ανεπαρκούς Σωμερύ ως κυβερνήτη της "Μέδουσας", που έγινε με μοναδικό κριτήριο την εύνοια του Λουδοβίκου του 18ου προς αυτόν, αλλά και για τα ανεπαρκή σωστικά μέσα με τα οποία ήταν εφοδιασμένη η φρεγάτα. Η υπόθεση έλαβε μεγάλη δημοσιότητα από την φιλελεύθερη αντιπολίτευση, την οποία ο Ζερικώ βοήθησε δημιουργώντας δύο λιθογραφίες για την εικονογράφηση ενός φυλλαδίου που εκδόθηκε ως "κατηγορητήριο" κατά της κυβέρνησης, το οποίο στηρίχθηκε στις αφηγήσεις δύο επιζώντων.[6]

Η δημιουργία του πίνακα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εμπνευσμένος από το σημαντικό αυτό επεισόδιο, ο Ζερικώ αποφάσισε να απεικονίσει την μάταιη ελπίδα των ναυαγών: Στο βάθος του πίνακα απεικονίζεται το πλοίο Argus, το οποίο δεν φαίνεται να έχει εντοπίσει τη σχεδία. Ο Ζερικώ, πριν αρχίσει να δημιουργεί τον πίνακα, τον οποίο σκόπευε να παρουσιάσει στο "Σαλόν" του 1819, δαπάνησε σημαντικό χρόνο στην προετοιμασία του. Η επίσκεψή του στους επιζώντες κατέληξε όχι μόνο στην ακρόαση της αφήγησής τους αλλά και στη δημιουργία των σκίτσων τους. Επισκέφθηκε, επίσης, τον ξυλουργό του σκάφους, ο οποίος τού κατασκεύασε ένα μοντέλο της σχεδίας, που χρησίμευσε στον καλλιτέχνη στην δημιουργία των αρχικών σχεδιασμάτων.[8] Στη συνέχεια δημιούργησε κέρινα ομοιώματα στο εργαστήριό του, στο οποίο μελέτησε επίσης μέχρι και πτώματα.

Η πυραμιδοειδής διάταξη των μορφών στον πίνακα. Το Argusσημειώνεται με κίτρινο κύκλο.
Χρησιμοποίησε ως μοντέλα φίλους του και πειραματίστηκε με αρκετά προσχέδια. Αρχικά ο Ζερικώ δεν είχε αποφασίσει σε ποιο επεισόδιο θα εστίαζε τον πίνακά του: Στην εξέγερση που σημειώθηκε, στον κανιβαλισμό, στον ενθουσιασμό της διάσωσης, πριν καταλήξει στο τελικό θέμα.[7] Σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου εκτίθενται δύο από τα σκίτσα του, ενδείξεις της μακράς αυτής προπαρασκευαστικής περιόδου (αριθ. εκθεμάτων RF 2229, RF 1667). Την προπαρασκευή αυτή ακολούθησε περίοδος απομόνωσής του στο εργαστήριο, με κύριο στόχο την κατασκευή του τεραστίων διαστάσεων καμβά, στον οποίο θα ζωγράφιζε τον πίνακα.[1]
Οι μορφές διατάσσονται στον πίνακα σε δύο άνισες πυραμίδες που δημιουργούν τεμνόμενα μεταξύ τους τρίγωνα, συνηθισμένη πρακτική σε πίνακες της εποχής της Αναγέννησης και του μπαρόκ. Ο τρόπος διάταξής τους είναι τέτοιος, ώστε να μεγιστοποιείται η σχέση του θεατή με τον χώρο του πίνακα, από τον οποίο, ωστόσο, απουσιάζει ο "κεντρικός ήρωας". Ο θεατής ωθείται απευθείας στο κέντρο του έργου και ακολουθεί την προοπτική ροή των μορφών που εμφανίζονται πίσω και δεξιά. Στον ορίζοντα φάνηκε ένα πλοίο (ήταν το Argus και οι επιζώντες προσπάθησαν επί μισή ώρα να τραβήξουν την προσοχή του χωρίς να τα καταφέρουν), η απεικόνιση του οποίου έχει γίνει με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην είναι σαφές αν πλησιάζει ή αν απομακρύνεται.[2]Ο Ζερικώ επέλεξε να απεικονίσει αυτήν ακριβώς τη σκηνή της βουβής απελπισίας - μερικοί από τους επιζώντες έχουν γυρισμένη την πλάτη τους προς το πλοίο. Άλλοι πάλι στέκονται και αναμένουν ή προσεύχονται για τη διάσωσή τους. Οι υπόλοιποι προσπαθούν, με απελπισμένες κινήσεις, να τραβήξουν την προσοχή του πλοίου. Είναι ενδιαφέρον, ωστόσο, δεδομένης της πολιτικής του τοποθέτησης, το ότι δεν επέλεξε να απεικονίσει την προδοσία του κυβερνήτη της "Μέδουσας" ούτε άλλες σκηνές, όπως η ανταρσία ή ο κανιβαλισμός. Στη σκηνή ωστόσο δεν απεικονίζονται ούτε ανακούφιση ούτε χαρά με την προοπτική της διάσωσης.[7] Στα ωχρά σώματα δίνεται σκληρή έμφαση με στυλ παρόμοιο με το "chiaroscuro", δηλαδή των έντονων αντιθέσεων που δημιουργεί το φως, του Καραβάτζιο. Ανάμεσα σε αυτούς που αδιαφορούν (ή δεν έχουν αντιληφθεί) την μακρινή παρουσία του πλοίου είναι δύο μορφές που ανακλούν τη μοναξιά και την απελπισία - ο ένας θρηνεί τον γιο του, ο άλλος θρηνεί την μοίρα του. Οι μορφές αυτές καταδεικνύουν την ρομαντική έμπνευση του Ζερικώ, που αποτελεί το έναυσμα του έργου του.[1] Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι οι ναυαγοί της σχεδίας βρίσκονταν επί 13 ημέρες στον ωκεανό χωρίς επαρκείς προμήθειες, απεικονίζονται ως ρωμαλέοι και υγιείς.[2]

Τα δεκαέξι βασικά χρώματα που χρησιμοποιήθηκαν στη δημιουργία του πίνακα[9]
Τα χρώματα που έχουν χρησιμοποιηθεί είναι σκοτεινά και μελαγχολικά, εκτεινόμενα από αποχρώσεις του γκρίζου και του καφέ στα σώματα μέχρι το σκούρο πράσινο και πορφυρό στην απεικόνιση του ουρανού. Η χρήση των έντονων αντιθέσεων (chiaroscuro) ενισχύει τη δραματικότητα της σκηνής.[7] Το τελικό αποτέλεσμα, που αποπνέει κίνηση, συχνά περιγράφεται ως "μπαρόκ" ή Michelangelesque (δηλ. με ισχυρή επίδραση από τον Μιχαήλ Άγγελο)[8]Η σύνθεση είναι σαφώς επηρεασμένη από τους μεγάλους ζωγράφους του παρελθόντος: Η απεικόνιση των μορφών προσομοιάζει με αυτήν του πίνακα του Μιχαήλ Αγγέλου "Η ημέρα της κρίσεως" (The final judgement) αλλά και την "Μεταμόρφωση" του Ραφαήλ[10], ενώ η "ατμόσφαιρα" επηρεάζεται από τα έργα του Ζακ-Λουί Νταβίντ και του μαθητή του Νταβίντ Αντουάν-Ζαν Γκρο (Antoine-Jacques Gros), τον οποίο ο Ζερικώ θαύμαζε, και ειδικότερα από τον πίνακα του τελευταίου "The Plague-Stricken in Jaffa".[1]

Μιχαήλ Άγγελος: Η Ημέρα της Κρίσεως (λεπτομέρεια). Είναι σαφής η ομοιότητα των μορφών των δύο πινάκων.
Η επιρροή του πίνακα προς τον θεατή του προέρχεται τόσο από το μέγεθός του όσο και από την αμεσότητα της απεικονιζόμενης δράσης.[8][7]: Τα εγγύτερα προς τον θεατή σώματα έχουν σχεδόν διπλάσιες διαστάσεις από αυτές του θεατή και, μαζί με την ίδια τη σχεδία, συνωθούνται προς το βασικό επίπεδο της εικόνας. Η απεραντοσύνη του ωκεανού περιορίζεται σε ένα στενό "παράθυρο" προς τον ουρανό και τη θάλασσα. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ο θεατής να νιώθει πως συμμετέχει στη δράση, σαν να είναι και ο ίδιος επιβαίνων στη σχεδία, και, ως αποτέλεσμα, συμπάσχει με τους επιβαίνοντες σε αυτήν ναυαγούς.[7]

Η έκθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πίνακας παρουσιάστηκε στο Σαλόν του Παρισιού το 1819, όπου αποτέλεσε το εξέχον έργο: "Χτυπά στο μάτι και ελκύει τον κάθε επισκέπτη" ανέγραφε ηJournal de Paris.[1] Οι κριτικοί, ωστόσο, διχάστηκαν: Ναι μεν η φρικαλεότητα του θέματος του πίνακα ήταν άριστα αποτυπωμένη, αλλά οι "κλασικιστές" τον αποκαλούσαν "ένα σωρό από σώματα", που πολύ απείχαν από το "ιδεώδες κάλλος" που απεικόνιζε ο πίνακας του Ζιροντέ "Πυγμαλίων και Γαλάτεια" που εκτέθηκε με διθυραμβικές κριτικές το ίδιο έτος. Ο ζωγράφος Μαρί-Φιλίπ Κουπέν (Marie-Philippe Coupin de la Couperie) έγραψε σχετικά: "Ο κ. Ζερικώ μοιάζει να έχει κάνει λάθος. Ο σκοπός του πίνακα είναι να "μιλήσει" στην ψυχή και στην όραση, όχι να προκαλέσει απέχθεια". Υπήρξαν, βεβαίως, και αρκετοί θαυμαστές του έργου, όπως ο κριτικός Ωγκύστ Ζαλ (Auguste Jal), που εξύμνησε τόσο το πολιτικό της θεματολογίας του πίνακα όσο και τον μοντερνισμό του. Ο ιστορικός Ζυλ Μισελέ (Jules Michelet) προσέθεσε "...όλη η κοινωνία μας επιβαίνει στη σχεδία της Μέδουσας..."[1]
Όταν, το 1819, ο πίνακας εκτέθηκε στο Σαλόν, το οποίο επιχορήγησε ο Λουδοβίκος ο 18ος, ο μη-περιγραφικός τίτλος που αναγραφόταν στον κατάλογο της έκθεσης ήταν "Scene de naufrage" (Σκηνή ναυαγίου), ο οποίος, ωστόσο, δεν ξεγέλασε κανέναν από όσους τον είδαν σχετικά με την προέλευση του θέματος.[8] Στο Σαλόν εκείνο το έτος εκτέθηκαν σχεδόν 1.300 πίνακες, 208 γλυπτά και αρχιτεκτονικά σχέδια. Τρεις ημέρες πριν το άνοιγμα της έκθεσης, ο βασιλιάς την επισκέφθηκε και φέρεται να είπε στον Ζερικώ: "κ. Ζερικώ, το ναυάγιό σας ασφαλώς δεν είναι καταστροφή".[6] Ο Ζερικώ δεν κατάφερε να βρει αγοραστή για το έργο του, μολονότι το κοινό σε γενικές γραμμές εντυπωσιάστηκε, αλλά υπήρξαν και αρκετοί επισκέπτες που το βρήκαν απωθητικό, με αποτέλεσμα το έργο να μην έχει την απήχηση που πίστευε ο δημιουργός του. Στο τέλος της έκθεσης, το έργο τιμήθηκε με χρυσό μετάλλιο από την κριτική επιτροπή, η οποία ωστόσο απέφυγε να του απονείμει την ύψιστη διάκριση της επιλογής για το Μουσείο του Λούβρου. Ο Ζερικώ ύστερα από την έκθεση αποσύρθηκε στην εξοχή, όπου και κατέρρευσε λόγω εξάντλησης και το έργο του, μη έχοντας αγοραστή, φυλάχθηκε προσωρινά στο εργαστήριο ενός φίλου του.[11]
Όταν ο Ζερικώ συνήλθε, φρόντισε να εκτεθεί ο πίνακάς του στο Λονδίνο το επόμενο έτος (1820). Η έκθεση πραγματοποιήθηκε στο Egyptian Hall του Πικαντίλλυ από τις 10 Ιουνίου 1820 ως το τέλος του έτους και τον πίνακα είδαν περίπου 40.000 άτομα. Η υποδοχή του έργου στο Λονδίνο ήταν κατά πολύ θετικότερη σε σχέση με αυτήν στο Σαλόν και θεωρήθηκε ως "αντιπροσωπευτικό μιας νέας κατεύθυνσης στην γαλλική τέχνη". Αυτό πιθανόν να οφειλόταν και στον τρόπο με τον οποίο εκτέθηκε στο Λονδίνο: Στο Σαλόν ο πίνακας ήταν κρεμασμένος ψηλά στο Salon-Carré, σφάλμα που αμέσως αντιλήφθηκε ο Ζερικώ όταν ο πίνακάς του τοποθετήθηκε στον εκθεσιακό χώρο του Λονδίνου σχεδόν σε επίπεδο εδάφους, γεγονός που τόνιζε την μνημειακή του επιρροή.[12] Η έκθεση είχε εισιτήριο, γεγονός που απέφερε στον Ζερικώ το ποσόν των 20.000 περίπου φράγκων. Στις αρχές του επόμενου έτους (1821) ο ιδιοκτήτης του εκθεσιακού χώρου Ουίλιαμ Μπάλοκ (William Bullock) εξέθεσε τον πίνακα και στο Δουβλίνο, χωρίς όμως την ανάλογη επιτυχία.
Τελικά ο Ζερικώ βρήκε αγοραστή για το έργο του: Αγοράστηκε από μια ομάδα Γάλλων ευγενών, οι οποίοι σχεδίαζαν να το τεμαχίσουν και να πωλήσουν κάθε τμήμα του χωριστά. Επενέβη η γαλλική κυβέρνηση, η οποία αγόρασε ξανά το έργο, το οποίο εκτίθεται σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου,[2] αν και άλλες πηγές αναφέρουν ότι το έργο αγοράστηκε από τους κληρονόμους του δημιουργού (ο Ζερικώ απεβίωσε το 1824) από τον τότε έφορο του Λούβρου κόμητα ντε Φορμπέν, (Louis Nicolas Philippe Auguste de Forbin)[13] ο οποίος το τοποθέτησε στην ειδική αίθουσα που στεγάζεται και σήμερα. Στην επεξηγηματική επιγραφή του έργου αναγράφεται: "Ο μοναδικός ήρωας σε αυτή την οδυνηρή ιστορία είναι η ανθρωπότητα".[1]
Ένα αθώο παιδικό τραγουδάκι και η φρίκη που κρύβεται πίσω του!!!
Ήταν ένα μικρό καράβι                
που ήταν αταξίδευτο                  
οεοέ οε οε
 Κι έκαν' ένα μακρύ ταξίδι            
μέσα στην Μεσόγειο                   
οεοέ οε οε
 Και σε πεντέξι εβδομάδες             
σωθήκαν ο - ο - όλες οι τροφές       
οεοέ οε οε
 Και τότε ρίξανε τον κλήρο            
να δούνε ποιος ποιος ποιος θα φαγωθεί
οεοέ οε οε
 Κι ο κλήρος πέφτει στον πιο νέο      
που ήταν α - α - αταξίδευτος          
οεοέ οε οε

... ... ... ... ... ... ... ... ... ... .....
Όλοι και όλες  θα έχουμε τραγουδήσει στα παιδικά μας χρόνια, με στεντόρεια μάλιστα φωνή, το «αθώο» αυτό τραγουδάκι το οποίο ίσως και να τραγουδιέται ακόμα από τα νεαρά βλαστάρια μας. Εγώ πάντως μέχρι χθες αγνοούσα τη γαλλική του προέλευση και τη φρικτή ιστορία που κρύβεται πίσω του. Αυτή που διάβασα στη χθεσινή Εφημερίδα των Συντακτών από τον καθηγητή Σύγχρονης Κοινωνικής και Πολιτικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Γιώργο Μαργαρίτη που κάνει και κάποιους ανάλογους συνειρμούς για τη σημερινή μας κατάσταση. Το καράβι δεν ήτανε μικρό, ήτανε πολεμικό του γαλλικού ναυτικού: η φρεγάτα «Μέδουσα» που στις 2 Ιουλίου του 1816 με καπετάνιο έναν άσχετο κόμη, έμπιστο του νέου μοναρχικού καθεστώτος, συντρίφτηκε όχι κάπου στη Μεσόγειο που λέει το τραγουδάκι, αλλά στα ανοιχτά των ακτών της Μαυριτανίας όπου μετέφερε εποίκους για τη νέα κτήση της Σενεγάλης. Από τους συνολικά 400 επιβαίνοντες οι 147 κατόρθωσαν να κατασκευάσουν μια αυτοσχέδια σχεδία που ανοίχτηκε στη θάλασσα χωρίς καθόλου νερό και τρόφιμα. Στις 17 Ιουλίου βρέθηκαν οι ναυαγοί από άλλο πολεμικό. Είχαν απομείνει 17 όλοι τους βαθειά αφυδατωμένοι που σε λίγες μέρες πέθαναν. Πρόλαβαν όμως να μιλήσουν για φρικτά και απίστευτα πράγματα που έγιναν πάνω στη σχεδία τις 15 μέρες που περιπλανιόταν στην απέραντη θάλασσα:  «Και τότε ρίξανε τον κλήρο να δούνε ποιος ποιος ποιος θα φαγωθεί  οεοέ οε οε»
Κάτι που μετά ανέλαβαν, η τέχνη: στο Λούβρο υπάρχει ο τεράστιος (7 επί 5 μέτρα) πίνακας «Η Σχεδία της Μέδουσας» του μεγάλου ζωγράφου της εποχής Ζερικό και «τα παιδάκια όλου του κόσμου που για δυο ολόκληρους αιώνες κραυγάζουν -χωρίς ίσως να το γνωρίζουν- για τον άδικο χαμό των μακρινών συνανθρώπων τους».

Το «ήταν ένα μικρό καράβι» είναι ένα από τα πιο γνωστά παιδικά τραγούδια που εδώ και δεκάδες χρόνια μεταφέρεται από γενιά σε γενιά. Είναι ένα παιχνιδιάρικο τραγούδι, καθώς στη στροφή: «και τότε ρίξαμε τον κλήρο να δούμε ποιος, ποιος, ποιος θα φαγωθεί» τα παιδιά μπορούν στη συνέχεια του να προσθέσουν όποιο όνομα θέλουν, λέγοντας «κι ο κλήρος πέφτει στον/στην…». Το αυθεντικό τραγούδι είναι γαλλικό και έχει τίτλο «il etait un petit navire». Η αληθινή ιστορία στην οποία βασίζεται δεν είναι παιδική, αλλά δυσάρεστη και μακάβρια.
http://news247.gr/eidiseis/mixani-tou-xronou/mhxanh-toy-xronoy-h-makavria-istoria-kanivalismou-pisw-apo-to-paidiko-tragoudi-htan-ena-mikro-karavi.3271723.html