Translate

Τρίτη 17 Μαΐου 2016

Σαν παράσταση!


Aπ' τη γέννα σου θες και δεν θες Όλα δίδυμα, λύπες, χαρές. Πίκρα, ζάχαρη, τα 'χει ο θεός θα 'σουν άχαρη ζήση μου αλλιώς.
Σαν παράσταση να το φανταστείς πότε εσύ, πότε εγώ πρωταγωνιστής. Σαν παράσταση ποιου παραμυθά και καλό και κακό θέλουν Γολγοθά. Όλα δίδυμα τα 'χει η ζωή γέλια, δάκρυα, βράδυ, πρωί. Όλα δίδυμα, κόσμε ντουνιά κέρδη, χάσιμο, μια πετονιά.

ΑΣΧΕΤΟ ΟΜΩΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΟΥ!!




Έχω μια τίγρη μέσα μου, άγρια λιμασμένη
π' όλο με περιμένει κι όλο την καρτερώ, τηνε μισώ και με μισεί, θέλει να με σκοτώσει, μα ελπίζω να φιλιώσει καιρό με τον καιρό. Έχει τα δόντια στην καρδιά, τα νύχια στο μυαλό μου κι εγώ για το καλό μου για κείνη πολεμώ κι όλου του κόσμου τα καλά με κάνει να μισήσω, για να της τραγουδήσω τον πιο βαρύ καημό. Όρη, λαγκάδια και γκρεμνά με σπρώχνει να περάσω, για να την αγκαλιάσω στον πιο τρελό χορό, κι όταν τις κρύες τις βραδιές θυμάται τα κλουβιά της, μου δίνει την προβιά της για να τηνε φορώ. Καμιά φορά απ' το πιοτό πέφτομε μεθυσμένοι, σχεδόν αγαπημένοι, καθείς να κοιμηθεί και μοιάζει ετούτη η σιωπή με λίγο πριν την μπόρα, σαν τη στερνή την ώρα που θα επιτεθεί.

....Κορφή δεν υπάρχει, υπάρχει μονάχα ύψος. Ανάπαψη δεν υπάρχει υπάρχει μονάχα αγώνας. Τι γουρλώνεις τα μάτια ξαφνιασμένος; Ακόμα δε με γνώρισες; Θαρρείς πώς είμαι φωνή του Θεού; όχι, είμαι ή φωνή σου ταξιδεύω πάντα μαζί σου, δε σε αφήνω, αλίμονο να σε άφηνα μονάχο!
  Μια φορά, όταν πάλι πετάχτηκα θυμωμένη από το σπλάχνο σου, μου ’δωκες ένα όνομα και το κρατώ, μου αρέσει είμαι η Τίγρη η Συνταξιδιώτισσα.
Σώπασε τη γνώρισα, κι η καρδιά μου στερεώθηκε. Γιατί να τη φοβηθώ; Ταξιδεύουμε πάντα οι δυο μας όλα τα είδαμε και τα χαρήκαμε μαζί. Φάγαμε κι ήπιαμε οι δυο μας στα τραπέζια της ξενιτιάς, πονέσαμε μαζί, χαρήκαμε μαζί πολιτείες, γυναίκες, ιδέες. Κι όταν, φορτωμένοι λάφυρα, γεμάτοι πληγές, γυρίζαμε στο ήσυχο κελί μας, η τίγρη ετούτη γαντζώνουνταν αμίλητη στην κορφή του κεφαλιού μου, εκεί ναι η σπηλιά της. Απλώνεται σοφιλιαστά γύρα στο κρανίο μου, χώνει τα νύχια της στο μυαλό μου κι αναθιβάνουμε κι οι δυο, άλαλοι, τα όσα είδαμε, και λαχταρίζουμε τα όσα έχουμε ακόμα να δούμε.
Χαιρόμαστε πού όλος ο κόσμος, ορατός κι αόρατος, είναι βαθύ, αξεδιάλυτο μυστικό βαθύ, ακατανόητο, πέρα από το νου, από την πεθυμιά, από τη βεβαιότητα. Κουβεντιάζουμε, η Τίγρη η Συνταξιδιώτισσα κι εγώ, και γελούμε πού είμαστε τόσο σκληροί, τρυφεροί κι αχόρταγοι γελούμε για την αχορταγιά μας, κι ας ξέρουμε πώς ένα βράδυ, σίγουρα, θα δειπνήσουμε με μια φούχτα χώμα και θα χορτάσουμε.
Τι χαρά είναι ετούτη, ω Ψυχή του ανθρώπου, ω Τίγρη Συνταξιδιώτισσα, να ζεις, ν’ αγαπάς τη γης και να κοιτάζεις το θάνατο και να μη φοβάσαι!!!
Νίκος Καζατζάκης : «ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΓΚΡΕΚΟ»



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου